Μεταπτυχιακές Εργασίες
Μεταπτυχιακές Εργασίες
Μπατιστάκη, Κωνσταντινιά (2024). Ηλεκτρονικός Εκφοβισμός-Απόψεις και εμπειρίες μαθητών Δημοτικού σχολείου.
Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει το φαινόμενο του ηλεκτρονικού εκφοβισμού στους μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 8 έως 10 ετών στην Ελλάδα. Ο σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις των μαθητών για τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό, καθώς και τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση και την πρόληψή του. Η μεθοδολογία περιλάμβανε ημιδομημένες συνεντεύξεις με ένα μικρό δείγμα μαθητών. Οι συνεντεύξεις εστίασαν στην κατανόηση και την αναγνώριση του φαινομένου, τις προσωπικές εμπειρίες των μαθητών και τις αντιλήψεις τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές είναι εξοικειωμένοι με τον όρο “ηλεκτρονικός εκφοβισμός” και μπορούν να περιγράψουν συγκεκριμένες μορφές του, όπως η αποστολή εκφοβιστικών μηνυμάτων, η παραπλάνηση από άτομα με ψεύτικες ταυτότητες σε διαδικτυακά παιχνίδια, οι απειλές και ο εκβιασμός μέσω μηνυμάτων, και ο αποκλεισμός από διαδικτυακά παιχνίδια. Αναφέρθηκε επίσης η παρακίνηση για αυτοτραυματισμό ως μορφή ηλεκτρονικού εκφοβισμού. Ορισμένοι από τους μαθητές γνώριζαν κάποιον συνομήλικό τους που είχε υποστεί ηλεκτρονικό εκφοβισμό. Οι μαθητές ενημερώνονται κυρίως από τους γονείς τους για το θέμα, ενώ το σχολείο παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Εκφράζουν ενσυναίσθηση προς τα θύματα του ηλεκτρονικού εκφοβισμού και προσφέρουν καθοδήγηση για την προστασία στο ψηφιακό περιβάλλον. Πιστεύουν επίσης ότι τα κίνητρα των θυτών περιλαμβάνουν την αναζήτηση εκδίκησης και την επιδίωξη διασκέδασης. Οι προτάσεις αντιμετώπισης του ηλεκτρονικού εκφοβισμού, όπως προέκυψαν από την έρευνα, περιλαμβάνουν την ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση από το σχολείο σχετικά με τους κινδύνους και τις ασφαλείς πρακτικές στο διαδίκτυο, τη διαφύλαξη προσωπικών κωδικών και τη διασφάλιση της ταυτότητας των διαδικτυακών συμπαικτών, τον αποκλεισμό των χρηστών που παρουσιάζουν εκφοβιστική συμπεριφορά και την προώθηση της ανοιχτής επικοινωνίας μεταξύ μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών για την ενίσχυση της ασφάλειας στο διαδίκτυο.
Πατήστε εδώ.
Σόγιας, Κωνσταντίνος (2023). Σχολική αποτυχία και σχολική βία
Τα τελευταία χρόνια η σχολική βία και παραβατικότητα των μαθητών βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ενώ όπως προκύπτει από σχετικές μελέ-τες η προσοχή επικεντρώνεται και στη σχολική αποτυχία των μαθητών. Οι μελέτες ε-στιάζουν στη σχέση της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας και παραβατικότη-τας, στους παράγοντες εκδήλωσης των δύο φαινομένων και λιγότερο στα χαρακτηρι-στικά αυτών των μαθητών και της αντιμετώπισης των φαινομένων αυτών. Στη πα-ρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη σχέση της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας και παραβατικότητας, καθώς και στους παράγοντες εμφάνισης και εκδήλωσης των φαινομένων αυτών αλλά και των τρόπων αντιμετώπισής τους. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 15 εκπαιδευτικοί Πρωτο-βάθμιας εκπαίδευσης. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε η ημοδομη-μένη συνέντευξη. Από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών προέκυψε ότι δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον τρόπο ορισμού της σχολικής αποτυχίας. Επίσης, διαπιστώθηκε πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στη σχολική αποτυχία είναι ο οικογε-νειακός και έπονται ο παράγοντας του σχολείου και οι ατομικοί παράγοντες. Όσον α-φορά τον ορισμό της σχολικής βίας και παραβατικότητας οι εκπαιδευτικοί της ορίζουν ως μια οποιαδήποτε μορφή βίας κατά ατόμου και κατά του ίδιου του σχολείο, ενώ ση-μαντικότεροι παράγοντες για την εκδήλωση του φαινομένου αποτελούν η οικογένεια, τα ΜΜΕ και η τεχνολογία καθώς και οι ατομικοί παράγοντες. Σχετικά με τη σχέση σχολικής αποτυχίας και σχολικής βίας οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι αυτή είναι αμφί-δρομη. Αναφορικά, με τους τρόπους αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τις παιδαγωγικές πρακτικές, της εξατο-μικευμένης διδασκαλίας και της συζήτησης αντίστοιχα. Συνολικά, απαιτείται μία ολο-κληρωμένη εκπαιδευτική πολιτική για την πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Ωστόσο, χρήζει περαιτέρω έρευνας το πεδίο αυτό σε αρκετά ενδιαφερό-μενα μέρη και με τη χρήση και άλλων μεθοδολογικών εργαλείων, προκειμένου να εξα-χθούν συμπεράσματα τα οποία θα είναι περισσότερο ακριβή, έγκυρα και αξιόπιστα.
Πατήστε εδώ.
Πανακούλιας, Κωνσταντίνος (2023). Η ενασχόληση μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με το σκάκι στον ελεύθερό τους χρόνο: Η επίδραση της κοινωνικής προέλευσης των γονέων
Το υπό διερεύνηση θέμα της ενασχόλησης των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με το σκάκι και αν επιδρά η κοινωνική προέλευση των γονέων στην ενασχόληση των παιδιών με αυτό μελετήθηκε με την ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση μέσω ερωτηματολογίου σε ένα δείγμα 100 μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να αναδειχτεί τυχόν σύνδεση της θεωρίας του Pierre Bourdieu περί πολιτισμικού κεφαλαίου με την ενασχόληση των παιδιών του δείγματος με το σκάκι, κατά πόσο δηλαδή συνδέεται αυτή τους η επιλογή με το πολιτισμικό κεφάλαιο των γονέων, για να αναδειχτεί αν επιβεβαιώνεται ή όχι η θεωρία του Bourdieu. Από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε το πολιτισμικό κεφάλαιο των γονέων στο να επιλέξουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με το σκάκι ήταν καθοριστικός. Μαθητές που οι οικογένειές τους ανήκουν στα ανώτερα και ανώτατα μορφωτικά και οικονομικά στρώματα, άρα κατέχουν με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, επιλέγουν να ασχοληθούν τα παιδιά τους με το σκάκι ως εξωσχολική δραστηριότητα.
Πατήστε εδώ.
Δελημήτρου, Βικτωρία (2019). Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση ενηλίκων. Κοινωνικο- πολιτισμικά χαρακτηριστικά των προπτυχιακών φοιτητών/τριών του Ε.Α.Π.
Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της εκπαίδευσης. Αποτελεί καινοτομία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι πλέον έχουν τη δυνατότητα εξ αποστάσεως φοίτησης, ρυθμίζοντας μόνοι τους το χρόνο και τον τόπο μελέτης τους χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία στο εκπαιδευτικό ίδρυμα και η δια ζώσης επικοινωνία με τον υπεύθυνο καθηγητή. Στη χώρα μας, τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο παρέχει το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.). Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο επιδρά η φοίτηση στα προπτυχιακά προγράμματα του ΕΑΠ στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 160 προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες του Ε.Α.Π. οι οποίοι απάντησαν στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ενώ υπήρξαν προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες που έδωσαν συνέντευξη στον ερευνητή αναλύοντας με περισσότερες λεπτομέρειες τη θέση τους. Ως μέσα συλλογής των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο και η συνέντευξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι παράγοντες όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η περιοχή μόνιμης κατοικίας, το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του συμμετέχοντα αλλά και το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και του παππού του συμμετέχοντα, το πρόγραμμα ΕΑΠ και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες σχετίζονται με την ικανοποίηση των συμμετεχόντων αλλά και την άποψή τους σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μέσω της φοίτησης στο ΕΑΠ. Συμπερασματικά, φαίνεται πως η κοινωνική προέλευση του φοιτητικού πληθυσμού σχετίζεται με τον βαθμό που το Ε.Α.Π. συμβάλλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων.
Πατήστε εδώ.
Σταθά, Παρασκευή (2018). Συμπεριληπτική εκπαίδευση: Κοινωνιολογικές διαστάσεις.
Τα τελευταία χρόνια, με τις επικυρωμένες διακηρύξεις της Σαλαμάνκα (1994) και τη Σύμβαση του ΟΗΕ προωθείται η ιδέα ενός σχολείου για όλους και η συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ε.ε.α.), γνωστή και ως συμπεριληπτική εκπαίδευση (inclusion education). Η συμπεριληπτική εκπαίδευση αποσκοπεί στην πλήρη αποδοχή των διαφορετικών ικανοτήτων των παιδιών, στην ανταπόκριση των εκπαιδευτικών σε όλες τις μαθησιακές ανάγκες τους και στην ισότιμη μεταχείρισή τους, χωρίς διακρίσεις. Στη χώρα μας, στo δημοτικό σχολείο, οι μαθητές με αναπηρία και ε.ε.α. μπορούν να φοιτούν σε μια τυπική τάξη με ή χωρίς παράλληλη στήριξη, σε τυπικό σχολείο παρακολουθώντας κάποια μαθήματα στο Τμήμα Ένταξης και σε Ειδικά Σχολεία-Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στη συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι καθοριστικός. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α. σε τάξεις των τυπικών σχολείων. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 117 δάσκαλοι από διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η πλειονότητα των εκπαιδευτικών του δείγματος είναι θετικοί προς τη συνεκπαίδευση στη γενική τάξη υπό κάποιες προϋποθέσεις και θεωρεί ότι η ύπαρξη των μαθητών με ε.ε.α στη τυπική τάξη δεν παρεμποδίζει την ακαδημαϊκή πρόοδο των μαθητών χωρίς ε.ε.α. Επίσης πιστεύει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α λειτουργεί θετικά για τους μαθητές με ε.ε.α. τόσο στην κοινωνικοποίησή τους όσο και στην επίτευξη γνωστικών στόχων. Επίσης, θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση των μαθητών με ε.ε.α. επιδρά στην κοινωνικοποίηση και στη σχολική τους επίδοση.
Πατήστε εδώ.
Ευθυμίου, Γιώργος (2018). Οι διαστάσεις της σχολικής βίας. Οι απόψεις των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η βία στο χώρο του σχολείου, ο εκφοβισμός ως μορφή βίας, έχει αναγνωρισθεί πλέον ως ένα φαινόμενο το οποίο μελετάται και αναλύεται διαρκώς από διακεκριμένους επιστήμονες και ερευνητές. Η συστηματική μελέτη της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, μέσα από έρευνες στον παγκόσμιο και διεθνή χώρο και με πλήθος διαφορετικών αποτελεσμάτων ως προς τη συχνότητα και την έκταση του
φαινομένου, μαρτυρά το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου και παράλληλα εκφράζει τον προβληματισμό της εκπαιδευτικής κοινότητας και των θεσμών της κοινωνίας, εξαιτίας κάποιων ανησυχητικών περιστατικών . Από τις έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα, αν και τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αποκαλύπτεται ότι η σχολική βία και παραβατικότητα είναι περιορισμένης έκτασης φαινόμενο και αφορά κυρίως, σε ήπιες μορφές.
Το γεγονός ότι το φαινόμενο της σχολικής βίας βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, δεν οφείλεται μόνο στη συχνότητα των περιστατικών, αλλά και στην προσοχή που επιδεικνύουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με προβολή και διόγκωση κάποιων περιστατικών, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική διάσταση του προβλήματος. Η ενδοσχολική βία, όπως και η βία γενικότερα διακρίνεται σε διάφορες μορφές, όπως σωματική, λεκτική, ψυχολογική, ρατσιστική, σεξουαλική και εκφοβισμό. Η σχολική «παραβατικότητα», οι ενέργειες δηλαδή των μαθητών που παραβιάζουν τους κανονισμούς του σχολείου, η σχολική βία, οι βίαιες συμπεριφορές στο χώρο του σχολείου, ερμηνεύονται στη βάση των ατομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Η πολυπλοκότητα και η ετερογένεια του φαινομένου της σχολικής βίας, οφείλεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση ατομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός, ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της σχολικής τους ζωής, έχουν εμπλακεί σε περιστατικά βίας, είτε ως θύματα, είτε ως θύτες, τα οποία είναι ικανά σε κάποιο βαθμό να επηρεάσουν και την ενήλικη ζωή τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα περιστατικά αυτά δεν αντιμετωπίζονται με τον κατάλληλο τρόπο, είτε για λόγους ελλιπούς ενημέρωσης και ετοιμότητας του εκπαιδευτικού προσωπικού, είτε για λόγους αποφυγής στιγματισμού των εμπλεκόμενων ατόμων.
Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι «διαστάσεις» του φαινομένου, τα αίτια και οι παράγοντες επιθετικότητας στο σχολείο και να τονιστεί η μεγάλη σημασία για ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της σχολικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου. Η πρόληψη και η αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας δεν βασίζεται μόνο στο εκπαιδευτικό σύστημα και την εκπαιδευτική πολιτική, αλλά στην αναζήτηση και στην εκ βάθους ανάλυση των αιτιών και παραγόντων που οδηγούν
στην άσκηση της βίας γενικότερα, καθώς και στη στάση της ίδιας της κοινωνίας και του κάθε ατόμου ξεχωριστά απέναντι στη βία.
Πατήστε εδώ.
Μπούνα, Ανδρομάχη (2017). Η διαμόρφωση των έμφυλων διακρίσεων κατά την παιδική ηλικία: Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου.
Το ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας και των έμφυλων στερεοτύπων τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε αρκετά επιστημονικά πεδία όπως της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιοβιολογίας, και της ψυχολογίας. Στις περισσότερες κοινωνίες, ο βασικός διαχωρισμός των έμφυλων συμπεριφορών αφορά στους άντρες και στις γυναίκες, (Carlson & Heth & Donald, 2009: 140-141). Πρόκειται για ένα δίπολο φύλων, το οποίο επιβάλλει συμμόρφωση στις αντιλήψεις της αρρενωπότητας ή της θηλυκότητας, σε όλες τις μορφές του φύλου: βιολογικό φύλο, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου (Jack David Eller, 2015: 137). Δίπολα λοιπόν σχετικά με τον ρόλο και την ταυτότητα των γυναικών, καθώς και ηγεμονικά «καθεστώτα αλήθειας» δεν κατάφεραν να αποδομηθούν και συνεχίζουν, ακόμη και σήμερα, να καθιστούν πολλές φορές τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση από αυτή των αντρών (Mendick, 2006). Πράγματι, έμφυλα στερεότυπα αναπαράγονται, νομιμοποιούνται και φυσικοποιούνται καθημερινά στο πλαίσιο πλήθους συζητήσεων και αξιολογικών κρίσεων μεταφέροντας κυρίαρχους λόγους και εικόνες. Ταυτόχρονα, μοιάζει να βρίσκονται τόσο βαθιά μέσα μας που είναι πολύ δύσκολο να τα αναγνωρίσουμε και ακόμη πιο δύσκολο να τα αποδομήσουμε (Παναγιωτόπουλος, 2007: 9-24). Το σχολείο, αν και αποτελεί το δεύτερο σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης του παιδιού μετά την οικογένεια, εντούτοις αποτελεί καθοριστικό θεσμό στην κατασκευή και νομιμοποίηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου (Φρειδερίκου, 1995: 18), μέσα από άτυπες (πχ. διάλειμμα, κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα, κ.λπ.) και τυπικές μορφές εκπαίδευσης (Θάνος & Μπούνα, 2016). Για παράδειγμα, τα σχολικά εγχειρίδια, αποτελούν φορείς ιδεολογικών και επιστημολογικών μηνυμάτων (Brugeilles, Cromer & Unesco, 2008˙ Κολέζα, 2006:3-24˙ Chassapis, 1997: 24-27) και φορείς αντιλήψεων για τους έμφυλους ρόλους και τις κοινωνικά αποδεκτές εκφάνσεις του αντρισμού και της θηλυκότητας (Χαρδαλιά & Ιωαννίδου, 2008: 9). Η έρευνα στο πεδίο αυτό –σε διεθνές επίπεδο αλλά και στον ελληνικό χώρο (αν και πιο περιορισμένη)- αναδεικνύει τόσο τον αντροκεντρικό χαρακτήρα των καθημερινών μας πρακτικώνστην οικογένεια αλλά και το σχολείο(Connell, 2005). Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους η οικογένεια και το σχολείο, μέσα από καθημερινές άτυπες πρακτικές,διαμορφώνουν την έμφυλη ταυτότητα του παιδιού, και τις διακρίσεις που συνδέονται με τη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας.
Πατήστε εδώ.
Σόντη, Ουρανία (2017). Η ομιλία της βλάχικης γλώσσας από έλληνες μαθητές με βλαχόφωνους γονείς.
Η εργασία με τίτλο «Η ομιλία της βλάχικης γλώσσας από Έλληνες μαθητές με βλαχόφωνους γονείς», εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τίτλο «Προσχολική Εκπαίδευση» και κατεύθυνση «Κοινωνία, Ετερότητα και Προσχολική Εκπαίδευση».
Σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη και η εξέλιξη της βλάχικης γλώσσας, ως στοιχείου της ταυτότητας των βλαχόφωνων Ελλήνων και η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο αυτή ομιλείται από τους νεότερους σήμερα. Επίσης επιχειρείται η διερεύνηση της γλωσσικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφορά Ελλήνων μαθητών Δημοτικού και Λυκείου με βλαχόφωνους γονείς.
Στο δεύτερο ερευνητικό μέρος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας σχετικά αφενός με την ομιλία της βλάχικης γλώσσας, αφετέρου και με στοιχεία της βλάχικης ταυτότητας μαθητών δημοτικού και λυκείου. Για τη διεξαγωγή της έρευνάς, αξιοποίησα την τεχνική του ερωτηματολογίου. Οι ερωτήσεις αναφέρονται στις γνώσεις, τις γνώμες, τα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα και τις στάσεις των μαθητών σχετικά με την ομιλία της βλάχικης γλώσσας. Συγκεκριμένα, διερευνάται η βλάχικη καταγωγή των μαθητών, το μορφωτικό επίπεδο των γονιών και παππούδων τους, η ομιλία αλλά και η κατανόηση της βλάχικης γλώσσας καθώς και η επιθυμία εκμάθησής της από τους μαθητές. Επίσης, διερευνάται η συναναστροφή των μαθητών βλάχικης καταγωγής με άτομα ίδιας καταγωγής, τα γενικά χαρακτηριστικά τους και τέλος το πώς νιώθουν οι Έλληνες μαθητές με βλάχικη καταγωγή. Για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο Statistical Package for Social Sciences (SPSS 21.0) .
Πατήστε εδώ.