Μεταπτυχιακές εργασίες

Δελημήτρου, Βικτωρία (2019). Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά των προπτυχιακών φοιτητών/τριών του Ε.Α.Π.

Σταθά, Παρασκευή (2018). Συμπεριληπτική εκπαίδευση: Κοινωνιολογικές διαστάσεις.

Τα τελευταία χρόνια, με τις επικυρωμένες διακηρύξεις της Σαλαμάνκα (1994) και τη Σύμβαση του ΟΗΕ προωθείται η ιδέα ενός σχολείου για όλους και η συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ε.ε.α.), γνωστή και ως συμπεριληπτική εκπαίδευση (inclusion education). Η συμπεριληπτική εκπαίδευση αποσκοπεί στην πλήρη αποδοχή των διαφορετικών ικανοτήτων των παιδιών, στην ανταπόκριση των εκπαιδευτικών σε όλες τις μαθησιακές ανάγκες τους και στην ισότιμη μεταχείρισή τους, χωρίς διακρίσεις. Στη χώρα μας, στo δημοτικό σχολείο, οι μαθητές με αναπηρία και ε.ε.α. μπορούν να φοιτούν σε μια τυπική τάξη με ή χωρίς παράλληλη στήριξη, σε τυπικό σχολείο παρακολουθώντας κάποια μαθήματα στο Τμήμα Ένταξης και σε Ειδικά Σχολεία-Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στη συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι καθοριστικός. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη συνεκπαίδευση των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α. σε τάξεις των τυπικών σχολείων. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 117 δάσκαλοι από διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η πλειονότητα των εκπαιδευτικών του δείγματος είναι θετικοί προς τη συνεκπαίδευση στη γενική τάξη υπό κάποιες προϋποθέσεις και θεωρεί ότι η ύπαρξη των μαθητών με ε.ε.α στη τυπική τάξη δεν παρεμποδίζει την ακαδημαϊκή πρόοδο των μαθητών χωρίς ε.ε.α. Επίσης πιστεύει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών με και χωρίς ε.ε.α λειτουργεί θετικά για τους μαθητές με ε.ε.α. τόσο στην κοινωνικοποίησή τους όσο και στην επίτευξη γνωστικών στόχων. Επίσης, θεωρεί ότι η κοινωνική προέλευση των μαθητών με ε.ε.α. επιδρά στην κοινωνικοποίηση και στη σχολική τους επίδοση.

http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/29124 

Ευθυμίου, Γιώργος (2018). Οι διαστάσεις της σχολικής βίας. Οι απόψεις των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/29123

Μπούνα, Ανδρομάχη (2017). Η διαμόρφωση των έμφυλων διακρίσεων κατά την παιδική ηλικία: Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου.

Το ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας και των έμφυλων στερεοτύπων τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε αρκετά επιστημονικά πεδία όπως της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιοβιολογίας, και της ψυχολογίας. Στις περισσότερες κοινωνίες, ο βασικός διαχωρισμός των έμφυλων συμπεριφορών αφορά στους άντρες και στις γυναίκες, (Carlson & Heth & Donald, 2009: 140-141). Πρόκειται για ένα δίπολο φύλων, το οποίο επιβάλλει συμμόρφωση στις αντιλήψεις της αρρενωπότητας ή της θηλυκότητας, σε όλες τις μορφές του φύλου: βιολογικό φύλο, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου (Jack David Eller, 2015: 137). Δίπολα λοιπόν σχετικά με τον ρόλο και την ταυτότητα των γυναικών, καθώς και ηγεμονικά «καθεστώτα αλήθειας» δεν κατάφεραν να αποδομηθούν και συνεχίζουν, ακόμη και σήμερα, να καθιστούν πολλές φορές τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση από αυτή των αντρών (Mendick, 2006). Πράγματι, έμφυλα στερεότυπα αναπαράγονται, νομιμοποιούνται και φυσικοποιούνται καθημερινά στο πλαίσιο πλήθους συζητήσεων και αξιολογικών κρίσεων μεταφέροντας κυρίαρχους λόγους και εικόνες. Ταυτόχρονα, μοιάζει να βρίσκονται τόσο βαθιά μέσα μας που είναι πολύ δύσκολο να τα αναγνωρίσουμε και ακόμη πιο δύσκολο να τα αποδομήσουμε (Παναγιωτόπουλος, 2007: 9-24). Το σχολείο, αν και αποτελεί το δεύτερο σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης του παιδιού μετά την οικογένεια, εντούτοις αποτελεί καθοριστικό θεσμό στην κατασκευή και νομιμοποίηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου (Φρειδερίκου, 1995: 18), μέσα από άτυπες (πχ. διάλειμμα, κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα, κ.λπ.) και τυπικές μορφές εκπαίδευσης (Θάνος & Μπούνα, 2016). Για παράδειγμα, τα σχολικά εγχειρίδια, αποτελούν φορείς ιδεολογικών και επιστημολογικών μηνυμάτων (Brugeilles, Cromer & Unesco, 2008˙ Κολέζα, 2006:3-24˙ Chassapis, 1997: 24-27) και φορείς αντιλήψεων για τους έμφυλους ρόλους και τις κοινωνικά αποδεκτές εκφάνσεις του αντρισμού και της θηλυκότητας (Χαρδαλιά & Ιωαννίδου, 2008: 9). Η έρευνα στο πεδίο αυτό –σε διεθνές επίπεδο αλλά και στον ελληνικό χώρο (αν και πιο περιορισμένη)- αναδεικνύει τόσο τον αντροκεντρικό χαρακτήρα των καθημερινών μας πρακτικώνστην οικογένεια αλλά και το σχολείο(Connell, 2005). Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους η οικογένεια και το σχολείο, μέσα από καθημερινές άτυπες πρακτικές,διαμορφώνουν την έμφυλη ταυτότητα του παιδιού, και τις διακρίσεις που συνδέονται με τη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας.

http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/28448

Σόντη, Ουρανία (2017). Η ομιλία της βλάχικης γλώσσας από έλληνες μαθητές με βλαχόφωνους γονείς.

Η εργασία με τίτλο «Η ομιλία της βλάχικης γλώσσας από Έλληνες μαθητές με βλαχόφωνους γονείς», εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τίτλο «Προσχολική Εκπαίδευση» και κατεύθυνση «Κοινωνία, Ετερότητα και Προσχολική Εκπαίδευση».

Σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη και η εξέλιξη της βλάχικης γλώσσας, ως στοιχείου της ταυτότητας των βλαχόφωνων Ελλήνων και η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο αυτή ομιλείται από τους νεότερους σήμερα. Επίσης επιχειρείται η διερεύνηση της γλωσσικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφορά Ελλήνων μαθητών Δημοτικού και Λυκείου με βλαχόφωνους γονείς.

Στο δεύτερο ερευνητικό μέρος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας σχετικά αφενός με την ομιλία της βλάχικης γλώσσας, αφετέρου και με στοιχεία της βλάχικης ταυτότητας μαθητών δημοτικού και λυκείου. Για τη διεξαγωγή της έρευνάς, αξιοποίησα την τεχνική του ερωτηματολογίου. Οι ερωτήσεις αναφέρονται στις γνώσεις, τις γνώμες, τα ενδιαφέροντα, τα συναισθήματα και τις στάσεις των μαθητών σχετικά με την ομιλία της βλάχικης γλώσσας. Συγκεκριμένα, διερευνάται η βλάχικη καταγωγή των μαθητών, το μορφωτικό επίπεδο των γονιών και παππούδων τους, η ομιλία αλλά και η κατανόηση της βλάχικης γλώσσας καθώς και η επιθυμία εκμάθησής της από τους μαθητές. Επίσης, διερευνάται η συναναστροφή των μαθητών βλάχικης καταγωγής με άτομα ίδιας καταγωγής, τα γενικά χαρακτηριστικά τους και τέλος το πώς νιώθουν οι Έλληνες μαθητές με βλάχικη καταγωγή. Για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο Statistical Package for Social Sciences (SPSS 21.0) .