Διδακτορικές διατριβές

Θάνος, Θεόδωρος (2007). Συμβολή σε μια Κοινωνιολογία των κοινωνικών ανισοτήτων στην Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Μελέτη των ευκαιριών πρόσβασης των κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων στην Ανώτατη Εκπαίδευση κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου, υπό την επίδραση της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου, η οικονομική ανάπτυξη συνδέθηκε με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού. Σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής έγινε προσπάθεια επέκτασης του εκπαιδευτικού συστήματος σε ολοένα και περισσότερα στρώματα του πληθυσμού που μέχρι τότε ήταν «αποκλεισμένα». Παράλληλα, στα πλαίσια του κράτους-πρόνοιας, θεσπίστηκαν μια σειρά από μέτρα, όπως η υποχρεωτική εκπαίδευση, η παροχή δωρεάν εκπαίδευσης αλλά και συγγραμμάτων κ.λπ., με σκοπό να αξιοποιηθούν ανθρώπινα στελέχη-«ταλέντα», τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Το εκπαιδευτικό σύστημα μέσω της παροχής τίτλων σπουδών, απαραίτητων για την άσκηση πολλών επαγγελμάτων, αποτέλεσε το κατεξοχήν μέσο κοινωνικής κινητικότητας, γι’ αυτό κι ενσωματώθηκε στις στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Έρευνες, όμως, έδειξαν ότι οι νέοι από τα διάφορα κοινωνικά στρώματα δεν έχουν ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, με συνέπεια το εκπαιδευτικό σύστημα να αναπαράγει την κοινωνική δομή διατηρώντας τις προϋπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Η αναπαραγωγή της κοινωνικής δομής από το εκπαιδευτικό σύστημα συντελείται, τόσο κατά τη μετάβαση από τη μια εκπαιδευτική βαθμίδα στην επόμενη όσο και με τη διαφοροποίηση των «τύπων» εκπαίδευσης στο εσωτερικό κάθε βαθμίδας (π.χ. τριτοβάθμια εκπαίδευση: ανώτερη – ανώτατη εκπαίδευση).

Στην Ελλάδα, η πλειονότητα των μελετών ασχολήθηκε με το ρόλο της ανώτατης εκπαίδευσης στην κοινωνική αναπαραγωγή, εξετάζοντας κυρίως τις ευκαιρίες πρόσβασης των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάθε κοινωνικο-επαγγελματικής ομάδας στην ανώτατη εκπαίδευση. Σε αρκετές, μάλιστα,περιπτώσεις διαφοροποιούνται -άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο- ως προς τα συμπεράσματά τους ενώ εμφανίζουν και εγγενείς μεθοδολογικές αδυναμίες. Αντίθετα, ελάχιστες και χρονικά αποσπασματικές είναι οι μελέτες που ασχολήθηκαν άμεσα ή έμμεσα με το ρόλο της εσωτερικής διαφοροποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κοινωνικής δομής.

 Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να συμβάλει στη γενικότερη συζήτηση για τις εκπαιδευτικές ανισότητες και επιχειρεί, μέσω της απόπειρας εφαρμογής ενιαίων μεθοδολογικών εργαλείων για όλο το εύρος της μεταπολεμικής περιόδου, αφενός να εξετάσει την κάθετη διάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων που αφορά στη μετάβαση από το λύκειο στην ανώτατη εκπαίδευση και αφετέρου να αναδείξει το ρόλο της οριζόντιας διάστασης των ανισοτήτων που αντιστοιχεί στην προσβασιμότητα των κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων στις διάφορες σχολές της ανώτατης εκπαίδευσης. Η μελέτη επιμερίζεται σε οκτώ συνολικά κεφάλαια. Αφού γίνουν οι απαραίτητες εννοιολογικές αποσαφηνίσεις (κεφάλαιο 1), επιχειρείται αναλυτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις κοινωνικές ανισότητες στην ανώτατη εκπαίδευση (κεφάλαιο 2), ενώ παράλληλα αποσαφηνίζεται το κοινωνικοοικονομικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι κοινωνικές ανισότητες (κεφάλαια 3 και 4 αντίστοιχα). Στη συνέχεια, αναδεικνύονται μεθοδολογικά ζητήματα που προκύπτουν από την επεξεργασία των στοιχείων της Ε.Σ.Υ.Ε. (κεφάλαιο 5) και προτείνονται τρόποι αντιμετώπισή τους στο κεφάλαιο που αφορά στη μεθοδολογία της έρευνας (κεφάλαιο 6). Τέλος, μετά την περιγραφή των αποτελεσμάτων της έρευνας (κεφάλαιο 7), επιχειρείται συζήτηση των αποτελεσμάτων σε σχέση με τα δεδομένα άλλων ερευνών αλλά και του κοινωνικοοικονομικού και εκπαιδευτικού πλαισίου στο οποίο διαμορφώνονται οι κοινωνικές ανισότητες στην ανώτατη εκπαίδευση (κεφάλαιο 8), παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας και γίνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνα.

Πατήστε εδώ

Τσατσάκης, Αντώνιος (2019). Σχολική βία και παραβατικότητα: Οι απόψεις των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Τα τελευταία χρόνια η σχολική βία και παραβατικότητα των μαθητών βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, όπως προκύπτει από τις σχετικές έρευνες και μελέτες στη χώρα μας. Οι μελέτες αυτές εστιάζουν κυρίως στη συχνότητα, τις μορφές και τους παράγοντες εκδήλωσης της σχολικής βίας και παραβατικότητας, και λιγότερο στην αντιμετώπισή τους. Οι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας και παραβατικότητας γιατί είναι αυτοί που, κυρίως, ασκούν τον κοινωνικό έλεγχο στο σχολείο. Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις των εκπαιδευτικών για τη συχνότητα, τις μορφές, τους παράγοντες και τους τρόπους αντιμετώπισης της σχολικής βίας και παραβατικότητας. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 868 εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπαιδευτικών του δείγματος η σχολική βία και παραβατικότητα αποτελούν «λίγο» συχνό φαινόμενο. Οι πιο συχνές μορφές σχολικής βίας και παραβατικότητας σχετίζονται με την παρεμπόδιση του μαθήματος όπως η φασαρία, οι αδικαιολόγητες απουσίες και η καθυστερημένη προσέλευση. Η πιο συχνή μορφή βίας μεταξύ των μαθητών είναι η λεκτική βία. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι πιο σημαντικοί παράγοντες εκδήλωσης σχολικής βίας και παραβατικότητας των μαθητών συνδέονται με την οικογένεια και την παρέα των συνομηλίκων. Για την αντιμετώπιση, χρησιμοποιούν παιδαγωγικές πρακτικές που βασίζονται στον διάλογο. Τα ευρήματα αυτά συμφωνούν με τα ευρήματα άλλων ερευνών.

Φλουρής, Γεώργιος (2019). Σχολική αποτυχία: οι απόψεις των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα αίτια και τους τρόπους αντιμετώπισής της.

Η σχολική αποτυχία είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, στην εμφάνιση και εξάπλωση του οποίου συμβάλλουν πολλοί παράγοντες. Η παρούσα έρευνα σκοπό είχε να διερευνήσει τις απόψεις εκπαιδευτικών σχετικά με φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας. Πιο συγκεκριμένα, οι επί μέρους στόχοι αυτής της έρευνας ήταν να εξεταστούν τα εξής: α) ο εννοιολογικός προσδιορισμός της σχολικής αποτυχίας, β) οι παράγοντες που εμπλέκονται στην εμφάνιση της σχολικής αποτυχίας, γ) οι παράγοντες που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας, δ) οι πρακτικές για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας. Στην έρευνα, η οποία διεξήχθη με τη μέθοδο της ημιδομημένης συνέντευξης, συμμετείχαν πενήντα (50) εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις περισσότερες Περιφέρειες δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας και των δύο φύλων και διαφορετικών επιπέδων σε όρους ετών προϋπηρεσίας. Από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών προέκυψε ότι δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον τρόπο ορισμού της σχολικής αποτυχίας. Επίσης, διαπιστώθηκε πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στη σχολική αποτυχία είναι ο οικογενειακός (προσδοκίες γονέων, κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο γονέων, γονεϊκό στυλ, συνθήκες λειτουργίας της οικογένειας). Ακολουθεί ο παράγοντας του σχολείου (εκπαιδευτικός και ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική) και τέλος οι ατομικοί παράγοντες (η προσωπικότητα του μαθητή, η ύπαρξη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, οι ψυχολογικοί, οι βιολογικοί και τα προβλήματα υγείας). Επίσης, βρέθηκε πως η ελλιπής κατάρτιση των εκπαιδευτικών, η απουσία μίας συνολικής πολιτικής για τη σχολική αποτυχία, καθώς και η σημερινή (κυρίως οικονομική) πραγματικότητα, δεν διευκολύνουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας. Όσον αφορά στις προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας, οι εκπαιδευτικοί ανέφεραν πως απαιτείται συνολικός επανασχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας με έμφαση στην αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας των σχολείων και των αναλυτικών προγραμμάτων, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αλλά και στην καλύτερη συνεργασία γονέων και σχολείου / εκπαιδευτικών. Συνολικά, απαιτείται μία ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πολιτική, που θα αποτελεί απόρροια ενός δημόσιου διαλόγου με όλους τους εμπλεκομένους στην εκπαίδευση φορείς (γονείς, διευθυντές σχολείων, μαθητές, εκπαιδευτικοί, εμπειρογνώμονες από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα), αλλά και μελέτης των διεθνών πρακτικών, προσαρμοσμένη στο πλαίσιο της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σε αυτό το πεδίο σε αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη και με τη χρήση και άλλων μεθοδολογικών εργαλείων, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία θα είναι περισσότερο ακριβή, αξιόπιστα και έγκυρα.

Κύργιος, Νικόλαος (2018). Ψηφιακό χάσμα και ανώτατη εκπαίδευση: Διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών και της χρήσης του διαδικτύου για την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μαθημάτων.

Η ενσωμάτωση των ΤΠΕ, ιδιαίτερα του διαδικτύου στην ανώτατη εκπαίδευση είχε σοβαρές συνέπειες στις λειτουργίες της, συνέβαλε ουσιαστικά στην ανασυγκρότησή της. Πολλές έρευνες διεθνώς εστιάζονται στα σχετικά ζητήματα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου διεπιστημονικού κλάδου, της κοινωνικής πληροφορικής, που εξετάζει τις κοινωνικές συνέπειες της χρήσης των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζεται στη χρήση του διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς που συνδέεται με την καινοτομία και την προώθηση της ισότητας των ευκαιριών στη διδασκαλία και τη μάθηση. Σύμφωνα με τις έρευνες όμως υπάρχει ψηφιακό χάσμα που αναπαράγει ή οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των φοιτητών. Τα ιδρύματα και τα κράτη αντιμετωπίζουν μια διπλή πρόκληση. Από τη μια μεριά, να περιορίσουν το ψηφιακό χάσμα στην ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να αμβλυνθούν οι ανισότητες στη χρήση του διαδικτύου μεταξύ φοιτητών με διαφορετική κοινωνική προέλευση. Από την άλλη πλευρά, να βρουν λύσεις για τα δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις προσπάθειες τους για την αντιμετώπιση του ψηφιακού χάσματος. Η πλούσια διεθνής βιβλιογραφία για το θέμα αυτό και η διαπίστωση ότι δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς το ζήτημα του ψηφιακού χάσματος στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση αποτέλεσαν κύρια αφορμή για την επιλογή του θέματος της διδακτορικής διατριβής. Σκοπός της ήταν να διερευνηθεί, αν υπάρχει ψηφιακό χάσμα, δηλαδή σχέση ανάμεσα στη χρήση του διαδικτύου για τις σπουδές, την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μαθημάτων και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών. Για την πραγματοποίηση της έρευνας επιλέχτηκε η ποσοτική μεθοδολογία και κατασκευάστηκε ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό τη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με τις δεξιότητες χρήσης του διαδικτύου από τους φοιτητές, τη συχνότητα χρήσης για εκπαιδευτικούς σκοπούς, τις αντιλήψεις για τα ηλεκτρονικά μαθήματα, όπως και της επίδρασης διαφόρων μεταβλητών που προσδιορίζουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών. Από τα ευρήματα της έρευνας συμπεραίνεται ότι υπάρχει ψηφιακό χάσμα στο ελληνικό πανεπιστήμιο στη χρήση του διαδικτύου για εκπαιδευτικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να μην επωφελούνται στον ίδιο βαθμό όλοι οι φοιτητές. Οι φοιτητές με χαμηλή κοινωνική προέλευση να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, γιατί δεν έχουν συχνά τις δεξιότητες για τη χρήση του διαδικτύου. Με άλλα λόγια, δεν έχουν το τεχνικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο να αξιοποιήσουν το διαδίκτυο ως μέσο και περιεχόμενο, προς όφελος των σπουδών τους. Η θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου του Bourdieu, ειδικότερα οι έννοιες του πολιτισμικού και του τεχνικού κεφαλαίου, είναι πολύτιμο εργαλείο για να γίνει κατανοητό το ψηφιακό χάσμα στην ανώτατη εκπαίδευση, να αναζητηθούν τα αίτια και οι τρόποι αντιμετώπισής του. Η αντιμετώπιση του ψηφιακού χάσματος είναι μια αναγκαιότητα, καθώς η χρήση του διαδικτύου αποκτάει ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμότητα για τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές διαδρομές, την καθημερινή ζωή των ατόμων. Προϋποθέτει να γίνουν συστηματικές έρευνες για επιμέρους ζητήματα και διαστάσεις του ψηφιακού χάσματος, ώστε να υπάρχουν κατάλληλα δεδομένα για αναπτυχθεί η επιστημονική συζήτηση και να αναζητηθούν οι κατάλληλες πολιτικές και οι πρακτικές αντιμετώπισή του.

Μπούνα, Ανδρομάχη (2018). Έμφυλες διαστάσεις της σχολικής βίας

Η σχολική βία είναι ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο διαφοροποιείται ως προς την εκδήλωσή του μεταξύ των μαθητών ανάλογα με διάφορα χαρακτηριστικά τους, όπως το φύλο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών ερευνών τα αγόρια εμπλέκονται σε περιστατικά βίας πιο συχνά σε σχέση με τα κορίτσια. Η διαφοροποίηση αυτή, σύμφωνα με τις θεωρίες του P. Bourdieu και της J. Butler συνδέεται με τη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας και την αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο η εκδήλωση βίας από τους μαθητές συμβάλει στη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητάς τους. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 386 μαθητές. Ως μέσα συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο και η ημιδομημένη συνέντευξη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας τα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια εκδηλώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό σωματική βία και σε λιγότερο βαθμό διάδοση κακόβουλων φημών. Οι μαθητές ερμηνεύουν την έκταση αλλά και το είδος της βίας που εκδηλώνουν με βιολογικούς/φυσικούς όρους. Τα αγόρια αναφέρουν ότι στη είναι «φύση» τους και ότι ένα κορίτσι δεν είναι «σωστό» να ασκήσει σωματική βία. Η άσκηση βίας τόσο ως προς την έκταση όσο και ως προς τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται συμβάλει στη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας και στην αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων.